Μεγάλωσα σ' ένα αγροτόσπιτο σ' ένα μικρό χωριό της Ελβετίας. Έχω 6 αδερφούς και μια αδερφή. Ο πατέρας μου ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος. Κάθε μέρα μετά το πρωινό διάβαζε μερικά εδάφια από την Αγία Γραφή και προσευχόταν με μας. Τις Κυριακές πηγαίναμε εμείς τα παιδιά στο Κυριακό Σχολείο (Κατηχητικό). Ανατραφήκαμε με πολλή αυστηρότητα και ευσέβεια. Τίποτα δεν μας επιτρεπόταν. Ούτε μουσική pop, ούτε χορός, ούτε διασκέδαση μας ήταν προσιτά.
Όταν στα 18 μου έφυγα απ' το σπίτι με τραβούσαν όλα όσα μέχρι τότε δεν μου επιτρέπονταν σα μαγνήτης. Στην ψυχή μου υπήρχε μια πείνα. Τότε γνώρισα τον άντρα μου. Σύντομα παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε ένα παιδί και το βρίσκαμε συναρπαστικό και ωραία να είμαστε τόσο ελεύθεροι. Ο σύζυγός μου κι εγώ βγαίναμε σχεδόν κάθε βράδυ έξω. Γιορτάζαμε με άλλους φίλους μεθυστικές γιορτές. Σα νεαρή σύζυγος νόμισα για ένα διάστημα ότι ζούσα στον επίγειο παράδεισο. Κι όμως αυτή η χαρά ήταν μικρής διάρκειας. Στην καρδιά μου αισθανόμουν συνέχεια μεγαλύτερη μοναξιά και δυστυχία. Αισθανόμουνα και ήξερα ότι όλα είναι μάταια. Είχα μεγάλο πόθο, πόθο για πραγματική αγάπη και την απαίτηση για ασφάλεια. Έτσι, παρόλο που ήμουν παντρεμένη, ήμουν μόνη. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να γεμίσει το εσωτερικό μου κενό. Είχαμε χτίσει την ευτυχία μας στην άμμο, δεν είχαμε κανένα στηριγμένο θεμέλιο. Ο γάμος μας ναυάγησε μετά από μερικά χρόνια. Ακολούθησαν άσχημα χρόνια εσωτερικής στενοχώριας και απελπισίας. Σ' αυτά προστέθηκε και μια επώδυνη αρρώστια με την οποία ακόμα σήμερα αγωνίζομαι.
Με την ελπίδα περισσότερης ευτυχίας πήγα διακοπές στην Ελλάδα. Ήθελα να συνέλθω στoν ήλιο του Νότου. Για κάθε ενδεχόμενο πήρα και μια Βίβλο μαζί μου. Σκέφτηκα: Ποιος ξέρει σε τι μπορεί να χρειαστεί. Τελείως απομονωμένη έμεινα σ' ένα υπέροχο τοπίο στη θάλασσα. Τρεις μέρες πριν φύγω για το σπίτι πήρα στην απογοήτευσή μου τη Βίβλο στο χέρι και πήγα σ' ένα μοναχικό μέρος. Εκεί έκατσα και σκέφτηκα... Απελπισία με κατέλαβε. Έκλαψα για τον ίδιο τον εαυτό μου. Στην απελπισία μου άρχισα να μιλάω στο Θεό. Του είπα όλη την κακομοιριά μου. Τον ικέτευσα να με ελευθερώσει από το βάρος που σχεδόν με έπνιγε. Πριν γυρίσω στο χωριό άνοιξα την Αγία Γραφή και διάβασα: "Έλπιζε στον Κύριο με όλη σου την καρδιά, και μη επιστηρίζεσαι στη σύνεσή σου. Σε όλους τους δρόμους σου γνώριζε αυτόν, κι αυτός θα διευθύνει τα διαβήματα σου." (Παροιμίες 3,5-6)
Αυτό ήθελα. Ήθελα να ακουμπήσω τη ζωή μου στα χέρια του δημιουργού του κόσμου. Κι αυτό είπα στον Ιησού Χριστό. Αυτός άλλαξε τη ζωή μου. Με βοήθησε να αντέξω την αρρώστια μου. Το στέκι μου τώρα δεν είναι πια στο μπαρ αλλά εκεί που κηρύττεται ο Λόγος του Θεού. Γιατί ο Ιησούς πήρε τον πόνο μου και μου δίνει πραγματική ασφάλεια. Σήμερα αντλώ καινούργια δύναμη απ' τον Λόγο του Θεού και συζητώ για όλα μ' αυτόν στην προσευχή. Δεν θα ήθελες και εσύ να νιώσεις την αγάπη του Θεου;